Ρωμαικο Ναυαγιο του Φισκαρδου
Tο ναυάγιο βρίσκεται σε βάθος 60μ στη είσοδο του κόλπου του Φισκάρδου στα νότια της ρότας προς το λιμάνι. Με μια πρώτη ματιά, με βάση τους αμφορείς πού μετέφερε, θεωρείται ότι είναι ρωμαϊκό πλοίο μεταξύ του 1ου πΧ και 1ου μΧ αιώνα. Το φορτίο του πλοίου είναι σε πολύ καλή κατάσταση και διατηρεί το σχήμα του πλοίου (εικ. 1). Το φορτίο έχει 27μ μήκος, 11μ φάρδος και ύψος από τον πυθμένα 1,3μ. Οι διαστάσεις του φορτίου υποδεικνύουν ότι το μήκος του πλοίου θα ήταν μεταξύ 32 και 35μ, κάνοντας το από τα μεγαλύτερα που διέσχιζαν τότε την Μεσόγειο θάλασσα.
Το μέσο μέγεθος των πλοίων που έπλεαν στη Μεσόγειο τότε είχαν 15 με 20μ μήκος και μετέφεραν φορτίο μέχρι 70 τόνους. Αυτά τα πλοία χρησιμοποιούνταν συνήθως για το παράκτιο εμπόριο. Υπήρχαν βεβαίως και μεγαλύτερα πλοία που διέπλεαν την Μεσόγειο, αυτά τα πλοία, όπως το Madrague de Giens στη Γαλλία, είχαν μήκος περίπου 40μ και φάρδος 16μ και μετέφεραν φορτίο 400 τόνων δηλαδή περίπου 7.000 με 10.000 αμφορείς. Υπήρχαν, σύμφωνα με γραπτές πηγές, και μεγαλύτερα πλοία, όπως του αυτοκράτορα Καλιγούλα που είχε μήκος 70μ.
Τα ρωμαϊκά εμπορικά πλοία εκείνης της περιόδου είχαν ένα κατάρτι με ένα τετράγωνο ιστίο. Με την πάροδο του χρόνου όμως, και την συνεχή αύξηση του μήκους τους προστέθηκε και ένα πρωραίο κατάρτι (εικ. 2). Η πλοήγηση του πλοίου γινόταν από την πρύμνη με δύο κουπιά εκατέρωθεν του πλοίου (εικ. 2). Η ταχύτητα των πλοίων έφθανε τα 4 με 6 ναυτικά μίλια και είχαν πλήρωμα 4 έως 5 άτομα. Ο Πλίνιος και άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ότι για ένα ταξίδι από τη Ρώμη στην Καρθαγένη χρειαζόταν δύο ημέρες, από τη Ρώμη στην Αλεξάνδρεια έξη ημέρες και από τη Ρώμη στο Γαντίζ επτά ημέρες (εικ 3). Το θαλάσσιο εμπόριο έφθασε το μέγιστο στη Ρωμαϊκή επικράτεια προς το τέλος της περιόδου της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και της πρώϊμης Αυτοκρατορικής μεταφέροντας γεωργικά προϊόντα όπως λάδι, οίνο, ελιές δημητριακά κ.λ.π από τα λιμάνια της περιφέρειας στη Ρώμη.
Το φορτίο συνήθως ελαιόλαδο, οίνος, ελιές και δημητριακά μεταφερόταν σε αμφορείς. Οι αμφορείς είχαν ένα μέσο ύψος 0,5μ και οι περισσότεροι ήταν οξυπύθμενοι για να αποθηκεύονται με ασφάλεια στο αμπάρι των πλοίων, όπου τους στερέωναν κατακόρυφα δένοντάς τους με σχοινί μεταξύ τους μέσω των χειρολαβών και πακτώνοντας τη βάση τους σε στρώμα άμμου (εικ. 4).